βιώσιμος

βιώσιμος
βιώσιμος, ον, ([etym.] βιόω)
A to be lived,

χρόνος E.Alc.650

;

αἱ β. ἡμέραι Lib. Decl.2.34

; esp. οὐ βιώσιμόν ἐστί τινι 'tis not meet for him to live, Hdt. 1.45; τί γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ' ἄτερ β.; S.Ant.566;

οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποισι Hdt.3.109

.
2 likely to live, Thphr.HP9.12.1, Arr.An. 2.4.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιώσιμος — to be lived masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμος — η, ο (AM βιώσιμος, ον) αυτός που έχει πιθανότητες ή δυνατότητες να επιζήσει αρχ. 1. εκείνος που μπορεί ή που αξίζει να ζήσει 2. (για χρόνο) αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να περάσει στη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος ή βίοτος με επίδραση του θ. βιω… …   Dictionary of Greek

  • βιώσιμος — η, ο 1. αυτός που έχει πιθανότητες να ζήσει, που μπορεί να ζήσει: Τα πρόωρα βρέφη παλαιότερα δύσκολα ήταν βιώσιμα. 2. μτφ., η πιθανότητα να επιβιώσει κάτι κυρίως οικονομικά: Φοβάμαι πως η επιχείρηση δεν είναι βιώσιμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιωσίμως — βιώσιμος to be lived adverbial βιώσιμος to be lived masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμον — βιώσιμος to be lived masc/fem acc sg βιώσιμος to be lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωσίμου — βιώσιμος to be lived masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωσίμους — βιώσιμος to be lived masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωσίμων — βιώσιμος to be lived masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμα — βιώσιμος to be lived neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμοι — βιώσιμος to be lived masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνιμος — η, ο (AM γόνιμος, ον) [γόνος] 1. ικανός να γεννάει, να παράγει, παραγωγικός, εύφορος 2. δημιουργικός, εφευρετικός 3. αποτελεσματικός αρχ. 1. γνήσιος 2. αυτός που μπορεί να ζήσει, ο βιώσιμος 3. (στους Πυθαγόρειους για περιττό αριθμό ημερών, μηνών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”